- ταχυφθίμενος
- -ένη, -ον, ΜΑαυτός που μαραίνεται γρήγορα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ-* + φθίμενος, μτχ. παρακμ. τού φθίνω «πεθαίνω, μαραίνω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταχυφθιμένης — ταχυφθίμενος quickly perishing fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχύ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ταχύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού γρήγορου (πρβλ. ταχυ κίνητος, ταχύ πους), τού πρόωρου, τού εσπευσμένου (πρβλ. ταχύ γαμος, ταχύ γηρος), τού… … Dictionary of Greek